Translation meaning & definition of the word "fictional" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φανταστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fictional
[Φανταστικόσ]/fɪkʃənəl/
adjective
1. Related to or involving literary fiction
- "Clever fictional devices"
- "A fictional treatment of the train robbery"
- synonym:
- fictional
1. Σχετικά με ή με τη συμμετοχή λογοτεχνικής φαντασίας
- "Πιο φανταστικές συσκευές"
- "Φανταστική μεταχείριση της ληστείας τρένου"
- συνώνυμο:
- φανταστικόσ
2. Formed or conceived by the imagination
- "A fabricated excuse for his absence"
- "A fancied wrong"
- "A fictional character"
- synonym:
- fabricated ,
- fancied ,
- fictional ,
- fictitious
2. Σχηματίστηκε ή σχεδιάστηκε από τη φαντασία
- "Μια κατασκευασμένη δικαιολογία για την απουσία του"
- "Φανταστείτε λάθος"
- "Φανταστικός χαρακτήρας"
- συνώνυμο:
- κατασκευασμένο ,
- φανταστείτε ,
- φανταστικόσ ,
- πλασματικός