Translation meaning & definition of the word "fickle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστείος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fickle
[Αναστατώνω]/fɪkəl/
adjective
1. Marked by erratic changeableness in affections or attachments
- "Fickle friends"
- "A flirt's volatile affections"
- synonym:
- fickle ,
- volatile
1. Χαρακτηρίζεται από ακανόνιστη μεταβλητότητα στις αγάπες ή τις προσκολλήσεις
- "Αστείοι φίλοι"
- "Πτητικές επιπτώσεις ενός φλερτ"
- συνώνυμο:
- ασταμάτητος ,
- πτητικός
2. Liable to sudden unpredictable change
- "Erratic behavior"
- "Fickle weather"
- "Mercurial twists of temperament"
- "A quicksilver character, cool and willful at one moment, utterly fragile the next"
- synonym:
- erratic ,
- fickle ,
- mercurial ,
- quicksilver(a)
2. Υπόκειται σε ξαφνική απρόβλεπτη αλλαγή
- "Ακανόνιστη συμπεριφορά"
- "Ασταθής καιρός"
- "Αμερικανικές στροφές της ιδιοσυγκρασίας"
- "Ένας χαρακτήρας παιχνιδιού, δροσερός και εσκεμμένος σε μια στιγμή, εντελώς εύθραυστος στην επόμενη"
- συνώνυμο:
- αλλοτριωτικόσ ,
- ασταμάτητος ,
- εμπορικόσ ,
- κουικσιλβερρο(α)
Examples of using
Cats are fickle creatures.
Οι γάτες είναι ασταθή πλάσματα.