Translation meaning & definition of the word "fiat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγγελία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fiat
[Φιαλ]/faɪæt/
noun
1. A legally binding command or decision entered on the court record (as if issued by a court or judge)
- "A friend in new mexico said that the order caused no trouble out there"
- synonym:
- decree ,
- edict ,
- fiat ,
- order ,
- rescript
1. Νομικά δεσμευτική εντολή ή απόφαση που εγγράφεται στο δικαστικό μητρώο (αν εκδοθεί από δικαστήριο ή δικαστήριο)
- "Ένας φίλος στο νέο μεξικό είπε ότι η σειρά δεν προκάλεσε κανένα πρόβλημα εκεί έξω"
- συνώνυμο:
- διάταγμα ,
- φιάτ ,
- παραγγελία ,
- αποστασιολόγηση