Translation meaning & definition of the word "fiancee" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρραβωνιαστικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fiancee
[Αρραβωνιαστικός]/fiænsi/
noun
1. A woman who is engaged to be married
- synonym:
- fiancee ,
- bride-to-be
1. Μια γυναίκα που είναι αρραβωνιασμένη για να παντρευτεί
- συνώνυμο:
- αρραβωνιαστικιά ,
- νύφη-να-μπε