Translation meaning & definition of the word "fiance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρραβωνιαστικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fiance
[Αρραβωνιαστικός]/fiɑnse/
noun
1. A man who is engaged to be married
- synonym:
- fiance ,
- groom-to-be
1. Ένας άνδρας που είναι αρραβωνιασμένος για να παντρευτεί
- συνώνυμο:
- αρραβωνιαστικός ,
- γαμπρός-να-μπε
Examples of using
Kate always shows off the big diamond ring she got from her fiance.
Η Κέιτ δείχνει πάντα το μεγάλο διαμαντένιο δαχτυλίδι που πήρε από τον αρραβωνιαστικό της.