Translation meaning & definition of the word "feverish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυρετός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Feverish
[Πυρετώδησ]/fivərɪʃ/
adjective
1. Marked by intense agitation or emotion
- "Worked at a feverish pace"
- synonym:
- feverish ,
- hectic
1. Χαρακτηρίζεται από έντονη διέγερση ή συναίσθημα
- "Εργάστηκε με πυρετώδη ρυθμό"
- συνώνυμο:
- πυρετώδησ ,
- εκτεταμένοσ
2. Of or relating to or characterized by fever
- "A febrile reaction caused by an allergen"
- synonym:
- febrile ,
- feverish
2. Από ή σχετίζονται ή χαρακτηρίζονται από πυρετό
- "Μια εμπύρετη αντίδραση που προκαλείται από ένα αλλεργιογόνο"
- συνώνυμο:
- πυρετώδησ
3. Having or affected by a fever
- synonym:
- feverish ,
- feverous
3. Έχοντας ή επηρεασμένος από τον πυρετό
- συνώνυμο:
- πυρετώδησ
Examples of using
The virus makes him very feverish.
Ο ιός τον κάνει πολύ πυρετό.
I feel feverish.
Νιώθω πυρετώδης.
I was feverish with embarrassment.
Ήμουν πυρετός με αμηχανία.