Translation meaning & definition of the word "feudalism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φεουδαρχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Feudalism
[Φεουδαρχία]/fjudəlɪzəm/
noun
1. The social system that developed in europe in the 8th century
- Vassals were protected by lords who they had to serve in war
- synonym:
- feudalism ,
- feudal system
1. Το κοινωνικό σύστημα που αναπτύχθηκε στην ευρώπη τον 8ο αιώνα
- Οι υποτελείς προστατεύονταν από τους άρχοντες που έπρεπε να υπηρετήσουν στον πόλεμο
- συνώνυμο:
- φεουδαρχία ,
- φεουδαρχικό σύστημα