Translation meaning & definition of the word "feud" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αίγλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Feud
[Φόιντ]/fjud/
noun
1. A bitter quarrel between two parties
- synonym:
- feud
1. Μια πικρή διαμάχη μεταξύ δύο κομμάτων
- συνώνυμο:
- φέουδο
verb
1. Carry out a feud
- "The two professors have been feuding for years"
- synonym:
- feud
1. Εκτελώ μια διαμάχη
- "Οι δύο καθηγητές είναι εδώ και χρόνια φιλονικίας"
- συνώνυμο:
- φέουδο