Translation meaning & definition of the word "fetus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έμβρυο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fetus
[Έμβρυο]/fitəs/
noun
1. An unborn or unhatched vertebrate in the later stages of development showing the main recognizable features of the mature animal
- synonym:
- fetus ,
- foetus
1. Ένα αγέννητο ή απαρατήρητο σπονδυλωτό στα μεταγενέστερα στάδια της ανάπτυξης που δείχνει τα κύρια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά
- συνώνυμο:
- έμβρυο