Translation meaning & definition of the word "fetter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καλύτερα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fetter
[Καθυστερημένοσ]/fɛtər/
noun
1. A shackle for the ankles or feet
- synonym:
- fetter ,
- hobble
1. Ένα δεσμό για τους αστραγάλους ή τα πόδια
- συνώνυμο:
- παρασύρω ,
- περιστρέφομαι
verb
1. Restrain with fetters
- synonym:
- fetter ,
- shackle
1. Συγκρατήστε με παρασυρόμενα
- συνώνυμο:
- παρασύρω ,
- ασπίδα