Translation meaning & definition of the word "fetish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φετίχ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fetish
[Φετίχ]/fɛtɪʃ/
noun
1. A form of sexual desire in which gratification depends to an abnormal degree on some object or item of clothing or part of the body
- "Common male fetishes are breasts, legs, hair, shoes, and underwear"
- synonym:
- fetish
1. Μια μορφή σεξουαλικής επιθυμίας κατά την οποία η ικανοποίηση εξαρτάται σε μη φυσιολογικό βαθμό από κάποιο αντικείμενο ή στοιχείο ρούχων ή μέρος του σώμας
- "Τα κοινά αρσενικά φετίχ είναι στήθη, πόδια, μαλλιά, παπούτσια και εσώρουχα"
- συνώνυμο:
- φετίχ
2. A charm superstitiously believed to embody magical powers
- synonym:
- juju ,
- voodoo ,
- hoodoo ,
- fetish ,
- fetich
2. Μια γοητεία που πιστεύεται προληπτικά ότι ενσωματώνει μαγικές δυνάμεις
- συνώνυμο:
- τζούζου ,
- βουντού ,
- απατεώνασ ,
- φετίχ
3. Excessive or irrational devotion to some activity
- "Made a fetish of cleanliness"
- synonym:
- fetish ,
- fetich
3. Υπερβολική ή παράλογη αφοσίωση σε κάποια δραστηριότητα
- "Κατασκεύασε ένα φετίχ καθαριότητας"
- συνώνυμο:
- φετίχ