Translation meaning & definition of the word "fetch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βελτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fetch
[Καταπίνω]/fɛʧ/
noun
1. The action of fetching
- synonym:
- fetch
1. Η δράση του φέρνοντας
- συνώνυμο:
- φετίχ
verb
1. Go or come after and bring or take back
- "Get me those books over there, please"
- "Could you bring the wine?"
- "The dog fetched the hat"
- synonym:
- bring ,
- get ,
- convey ,
- fetch
1. Πηγαίνετε ή ελάτε μετά και φέρτε ή πάρτε πίσω
- "Πάρε μου αυτά τα βιβλία εκεί, σε παρακαλώ"
- "Μπορείς να φέρεις το κρασί?"
- "Ο σκύλος έφερε το καπέλο"
- συνώνυμο:
- φέρνω ,
- παίρνω ,
- μεταφέρω ,
- φετίχ
2. Be sold for a certain price
- "The painting brought $10,000"
- "The old print fetched a high price at the auction"
- synonym:
- fetch ,
- bring in ,
- bring
2. Πωλούνται σε μια συγκεκριμένη τιμή
- "Ο πίνακας έφερε $10.000"
- "Η παλιά εκτύπωση έφερε υψηλή τιμή στη δημοπρασία"
- συνώνυμο:
- φετίχ ,
- φέρνω
3. Take away or remove
- "The devil will fetch you!"
- synonym:
- fetch
3. Αφαιρέστε ή αφαιρέστε
- "Ο διάβολος θα σε φέρει!"
- συνώνυμο:
- φετίχ
Examples of using
Please fetch me a piece of paper.
Σε παρακαλώ φέρε μου ένα κομμάτι χαρτί.