Translation meaning & definition of the word "fester" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φεστιβάλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fester
[Φεστιβάλ]/fɛstər/
noun
1. A sore that has become inflamed and formed pus
- synonym:
- fester ,
- suppurating sore
1. Μια πληγή που έχει γίνει φλεγμονή και σχηματίζει πύον
- συνώνυμο:
- φεστιβάλ ,
- εξαντλώντας την πληγή
verb
1. Ripen and generate pus
- "Her wounds are festering"
- synonym:
- fester ,
- maturate ,
- suppurate
1. Ωριμάστε και δημιουργήστε πύον
- "Οι πληγές της είναι ανατριχιαστικές"
- συνώνυμο:
- φεστιβάλ ,
- ωριμάζω ,
- υπερβολικόσ