Translation meaning & definition of the word "fess" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελληνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fess
[Φεστ]/fɛs/
noun
1. (heraldry) an ordinary consisting of a broad horizontal band across a shield
- synonym:
- fesse ,
- fess
1. (εραλδική) ένα συνηθισμένο που αποτελείται από μια ευρεία οριζόντια ζώνη σε μια ασπίδα
- συνώνυμο:
- φέσε ,
- φες