Translation meaning & definition of the word "fervor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τρυφερό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fervor
[Θέρμη]/fərvər/
noun
1. Feelings of great warmth and intensity
- "He spoke with great ardor"
- synonym:
- ardor ,
- ardour ,
- fervor ,
- fervour ,
- fervency ,
- fire ,
- fervidness
1. Αισθήματα μεγάλης ζεστασιάς και έντασης
- "Μίλησε με μεγάλη αναστάτωση"
- συνώνυμο:
- άρντορ ,
- αρδούρ ,
- θέρμη ,
- φωτιά ,
- αναβρασμόσ
2. The state of being emotionally aroused and worked up
- "His face was flushed with excitement and his hands trembled"
- "He tried to calm those who were in a state of extreme inflammation"
- synonym:
- excitement ,
- excitation ,
- inflammation ,
- fervor ,
- fervour
2. Η κατάσταση της συναισθηματικής διέγερσης και εργασίας
- "Το πρόσωπό του ήταν ξεπλυμένο με ενθουσιασμό και τα χέρια του έτρεμαν"
- "Προσπάθησε να ηρεμήσει εκείνους που βρίσκονταν σε κατάσταση ακραίας φλεγμονής"
- συνώνυμο:
- ενθουσιασμός ,
- διέγερση ,
- φλεγμονή ,
- θέρμη