Translation meaning & definition of the word "fervent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ένθερμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fervent
[Ένθερμη]/fərvənt/
adjective
1. Characterized by intense emotion
- "Ardent love"
- "An ardent lover"
- "A fervent desire to change society"
- "A fervent admirer"
- "Fiery oratory"
- "An impassioned appeal"
- "A torrid love affair"
- synonym:
- ardent ,
- fervent ,
- fervid ,
- fiery ,
- impassioned ,
- perfervid ,
- torrid
1. Χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα
- "Απόλυτη αγάπη"
- "Ένας ένθερμος εραστής"
- "Μια έντονη επιθυμία να αλλάξει η κοινωνία"
- "Ένας ένθερμος θαυμαστής"
- "Προφορικό επίπεδο"
- "Μια παθιασμένη έκκληση"
- "Μια δασώδης ερωτική σχέση"
- συνώνυμο:
- ένθερμη ,
- ένθερμοσ ,
- φερβίντ ,
- φλογερός ,
- παθιασμένος ,
- ανυπότακτοσ ,
- τορβηγίδα
2. Extremely hot
- "The fervent heat...merely communicated a genial warmth to their half-torpid systems"- nathaniel hawthorne
- "Set out...when the fervid heat subsides"- frances trollope
- synonym:
- fervent ,
- fervid
2. Εξαιρετικά ζεστό
- "Η ένθερμη ζέστη του. απλώς επικοινώνησε μια ζεστασιά των γεννητικών οργάνων στα μισά τους συστήματα" - ναθάνιελ χόθορν
- "Ξεκινήστε.όταν η θερμότητα υποχωρεί"- φράνσις τρολόπη.
- συνώνυμο:
- ένθερμοσ ,
- φερβίντ