Translation meaning & definition of the word "fertilizer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίπασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fertilizer
[Λιπασματοποιητήσ]/fərtəlaɪzər/
noun
1. Any substance such as manure or a mixture of nitrates used to make soil more fertile
- synonym:
- fertilizer ,
- fertiliser ,
- plant food
1. Οποιαδήποτε ουσία όπως η κοπριά ή ένα μείγμα νιτρικών αλάτων που χρησιμοποιείται για να καταστήσει το έδαφος πιο γόνιμο
- συνώνυμο:
- λίπασμα ,
- φυτικά τρόφιμα