Translation meaning & definition of the word "fertility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γονιμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fertility
[Γονιμότητα]/fərtɪləti/
noun
1. The ratio of live births in an area to the population of that area
- Expressed per 1000 population per year
- synonym:
- birthrate ,
- birth rate ,
- fertility ,
- fertility rate ,
- natality
1. Η αναλογία των γεννήσεων σε μια περιοχή προς τον πληθυσμό αυτής της περιοχής
- Εκφράζεται ανά 1000 κατοίκους ετησίως
- συνώνυμο:
- γεννητικό ,
- ποσοστό γεννήσεων ,
- γονιμότητα ,
- ποσοστό γονιμότητας ,
- γενέθλια
2. The state of being fertile
- Capable of producing offspring
- synonym:
- fertility ,
- fecundity
2. Η κατάσταση του να είσαι γόνιμος
- Ικανό να παράγει απογόνους
- συνώνυμο:
- γονιμότητα
3. The property of producing abundantly and sustaining vigorous and luxuriant growth
- "He praised the richness of the soil"
- "Weeds lovely in their rankness"
- synonym:
- richness ,
- rankness ,
- prolificacy ,
- fertility
3. Η ιδιότητα της παραγωγής άφθονα και διατηρητέας έντονης και πλούσιας ανάπτυξης
- "Επαίνεσε τον πλούτο του εδάφους"
- "Φυτά υπέροχα στην κατάταξή τους"
- συνώνυμο:
- πλούτος ,
- αναταραχή ,
- παραγωγικότητα ,
- γονιμότητα