Translation meaning & definition of the word "fertile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γονιμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fertile
[Εύφορτοσ]/fərtəl/
adjective
1. Capable of reproducing
- synonym:
- fertile
1. Ικανό να αναπαράγει
- συνώνυμο:
- εύφορος
2. Intellectually productive
- "A prolific writer"
- "A fecund imagination"
- synonym:
- fecund ,
- fertile ,
- prolific
2. Πνευματικά παραγωγικός
- "Ένας παραγωγικός συγγραφέας"
- "Μια φαντασία"
- συνώνυμο:
- φεκούντ ,
- εύφορος ,
- παραγωγικόσ
3. Bearing in abundance especially offspring
- "Flying foxes are extremely prolific"
- "A prolific pear tree"
- synonym:
- prolific ,
- fertile
3. Φέροντας σε αφθονία ειδικά απογόνους
- "Οι ιπτάμενες αλεπούδες είναι εξαιρετικά παραγωγικές"
- "Μια παραγωγική αχλαδιά"
- συνώνυμο:
- παραγωγικόσ ,
- εύφορος
4. Marked by great fruitfulness
- "Fertile farmland"
- "A fat land"
- "A productive vineyard"
- "Rich soil"
- synonym:
- fat ,
- fertile ,
- productive ,
- rich
4. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη καρποφορία
- "Γονιμοποιημένη γεωργική γη"
- "Μια χοντρή γη"
- "Ένας παραγωγικός αμπελώνας"
- "Πλούσιο χώμα"
- συνώνυμο:
- λίπος ,
- εύφορος ,
- παραγωγικός ,
- πλούσιος
Examples of using
She has a fertile imagination.
Έχει εύφορη φαντασία.
You have a fertile imagination.
Έχετε μια γόνιμη φαντασία.
The land on his farm is very fertile.
Η γη στο αγρόκτημα του είναι πολύ εύφορη.