Translation meaning & definition of the word "ferryboat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξηρό πλοίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ferryboat
[Πλοίο]/fɛriboʊt/
noun
1. A boat that transports people or vehicles across a body of water and operates on a regular schedule
- synonym:
- ferry ,
- ferryboat
1. Ένα σκάφος που μεταφέρει ανθρώπους ή οχήματα σε ένα σώμα νερού και λειτουργεί με τακτικό χρονοδιάγραμμα
- συνώνυμο:
- πλοίο