Translation meaning & definition of the word "ferry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακαταθήκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ferry
[Πλοίο]/fɛri/
noun
1. A boat that transports people or vehicles across a body of water and operates on a regular schedule
- synonym:
- ferry ,
- ferryboat
1. Ένα σκάφος που μεταφέρει ανθρώπους ή οχήματα σε ένα σώμα νερού και λειτουργεί με τακτικό χρονοδιάγραμμα
- συνώνυμο:
- πλοίο
2. Transport by boat or aircraft
- synonym:
- ferry ,
- ferrying
2. Μεταφορά με πλοίο ή αεροσκάφος
- συνώνυμο:
- πλοίο ,
- ακτοπλοΐα
verb
1. Transport from one place to another
- synonym:
- ferry
1. Μεταφορά από το ένα μέρος στο άλλο
- συνώνυμο:
- πλοίο
2. Transport by ferry
- synonym:
- ferry
2. Μεταφορά με πλοίο
- συνώνυμο:
- πλοίο
3. Travel by ferry
- synonym:
- ferry
3. Ταξιδέψτε με πλοίο
- συνώνυμο:
- πλοίο
Examples of using
I'm waiting for the ferry.
Περιμένω το πλοίο.
I'm waiting for the ferry.
Περιμένω το πλοίο.