Translation meaning & definition of the word "ferret" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακαλώ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ferret
[Φερέτ]/fɛrət/
noun
1. Musteline mammal of prairie regions of united states
- Nearly extinct
- synonym:
- black-footed ferret ,
- ferret ,
- Mustela nigripes
1. Μουσταλίνο θηλαστικό των περιοχών λιβαδιών των ηνωμένων πολιτειών
- Σχεδόν εξαφανισμένος
- συνώνυμο:
- κουνάβι με μαύρα πόδια ,
- κουνάβι ,
- Μουστέλα νιγριπή
2. Domesticated albino variety of the european polecat bred for hunting rats and rabbits
- synonym:
- ferret
2. Εξημερωμένη ποικιλία αλμπίνων του ευρωπαϊκού πολεμικού γάλακτος που εκτρέφεται για το κυνήγι αρουραίων και κουνελιών
- συνώνυμο:
- κουνάβι
verb
1. Hound or harry relentlessly
- synonym:
- ferret
1. Κυνηγόσκυλο ή στενοχωρώ αμείλικτα
- συνώνυμο:
- κουνάβι
2. Hunt with ferrets
- synonym:
- ferret
2. Κυνήγι με κουνάβια
- συνώνυμο:
- κουνάβι
3. Search and discover through persistent investigation
- "She ferreted out the truth"
- synonym:
- ferret out ,
- ferret
3. Αναζήτηση και ανακάλυψη μέσω επίμονης έρευνας
- "Ξερίζωσε την αλήθεια"
- συνώνυμο:
- φεύγω ,
- κουνάβι