Translation meaning & definition of the word "ferment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραχώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ferment
[Ζύμωση]/fərmɛnt/
noun
1. A state of agitation or turbulent change or development
- "The political ferment produced new leadership"
- "Social unrest"
- synonym:
- agitation ,
- ferment ,
- fermentation ,
- tempestuousness ,
- unrest
1. Μια κατάσταση αναταραχής ή ταραχώδους αλλαγής ή ανάπτυξης
- "Η πολιτική ζύμωση παρήγαγε νέα ηγεσία"
- "Κοινωνική αναταραχή"
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- ζύμωση
2. A substance capable of bringing about fermentation
- synonym:
- ferment
2. Μια ουσία ικανή να επιφέρει ζύμωση
- συνώνυμο:
- ζύμωση
3. A process in which an agent causes an organic substance to break down into simpler substances
- Especially, the anaerobic breakdown of sugar into alcohol
- synonym:
- zymosis ,
- zymolysis ,
- fermentation ,
- fermenting ,
- ferment
3. Μια διαδικασία κατά την οποία ένας παράγοντας προκαλεί μια οργανική ουσία να διασπαστεί σε απλούστερες ουσίες
- Ειδικά, η αναερόβια διάσπαση της ζάχαρης στο αλκοόλ
- συνώνυμο:
- ζύμωση ,
- ζυμόλυση
verb
1. Be in an agitated or excited state
- "The middle east is fermenting"
- "Her mind ferments"
- synonym:
- ferment
1. Να είστε σε μια ταραγμένη ή ενθουσιασμένη κατάσταση
- "Η μέση ανατολή ζυμώνει"
- "Το μυαλό της ζυμώνει"
- συνώνυμο:
- ζύμωση
2. Work up into agitation or excitement
- "Islam is fermenting africa"
- synonym:
- ferment
2. Εργαστείτε επάνω στην αναταραχή ή τον ενθουσιασμό
- "Το ισλάμ ζυμώνει την αφρική"
- συνώνυμο:
- ζύμωση
3. Cause to undergo fermentation
- "We ferment the grapes for a very long time to achieve high alcohol content"
- "The vintner worked the wine in big oak vats"
- synonym:
- ferment ,
- work
3. Αιτία να υποβληθεί σε ζύμωση
- "Ζυμώνουμε τα σταφύλια για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να επιτύχουμε υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ"
- "Ο βίντνερ δούλευε το κρασί σε μεγάλους δρύινους κάδους"
- συνώνυμο:
- ζύμωση ,
- εργασία
4. Go sour or spoil
- "The milk has soured"
- "The wine worked"
- "The cream has turned--we have to throw it out"
- synonym:
- sour ,
- turn ,
- ferment ,
- work
4. Πηγαίνω ξινή ή χαλάστε
- "Το γάλα έχει πονέσει"
- "Το κρασί λειτούργησε"
- "Η κρέμα έχει γυρίσει-πρέπει να την πετάξουμε"
- συνώνυμο:
- ξινός ,
- στρέφω ,
- ζύμωση ,
- εργασία
Examples of using
Yeast makes beer ferment.
Η ζύμη κάνει τη ζύμωση μπύρας.