Translation meaning & definition of the word "fender" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φτερό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fender
[Φτερωτήσ]/fɛndər/
noun
1. A barrier that surrounds the wheels of a vehicle to block splashing water or mud
- "In britain they call a fender a wing"
- synonym:
- fender ,
- wing
1. Ένα φράγμα που περιβάλλει τους τροχούς ενός οχήματος για να μπλοκάρει το νερό ή τη λάσπη
- "Στη βρετανία αποκαλούν φτερό"
- συνώνυμο:
- φτερωτόσ ,
- πτέρυγα
2. An inclined metal frame at the front of a locomotive to clear the track
- synonym:
- fender ,
- buffer ,
- cowcatcher ,
- pilot
2. Ένα κεκλιμένο μεταλλικό πλαίσιο στο μπροστινό μέρος μιας μηχανής για να καθαρίσετε την πίστα
- συνώνυμο:
- φτερωτόσ ,
- απομονωτής ,
- αγελάδα ,
- πιλότος
3. A low metal guard to confine falling coals to a hearth
- synonym:
- fender
3. Μια χαμηλή μεταλλική φρουρά για να περιορίσει τα πτωτικά κάρβουνα σε μια εστία
- συνώνυμο:
- φτερωτόσ
4. A cushion-like device that reduces shock due to an impact
- synonym:
- buffer ,
- fender
4. Μια συσκευή που μοιάζει με μαξιλάρι που μειώνει τους κραδασμούς λόγω πρόσκρουσης
- συνώνυμο:
- απομονωτής ,
- φτερωτόσ