Translation meaning & definition of the word "fend" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελειώστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fend
[Καταφεύγω]/fɛnd/
verb
1. Try to manage without help
- "The youngsters had to fend for themselves after their parents died"
- synonym:
- fend
1. Προσπαθήστε να τα καταφέρετε χωρίς βοήθεια
- "Οι νέοι έπρεπε να φροντίσουν για τον εαυτό τους μετά το θάνατο των γονιών τους"
- συνώνυμο:
- προσφέρω
2. Withstand the force of something
- "The trees resisted her"
- "Stand the test of time"
- "The mountain climbers had to fend against the ice and snow"
- synonym:
- resist ,
- stand ,
- fend
2. Αντέξτε τη δύναμη του κάτι
- "Τα δέντρα της αντιστάθηκαν"
- "Αντέξτε τη δοκιμασία του χρόνου"
- "Οι ορειβάτες του βουνού έπρεπε να παρασυρθούν ενάντια στον πάγο και το χιόνι"
- συνώνυμο:
- αντιστέκομαι ,
- στέκομαι ,
- προσφέρω