Translation meaning & definition of the word "fence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φράχτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fence
[Φράκτης]/fɛns/
noun
1. A barrier that serves to enclose an area
- synonym:
- fence ,
- fencing
1. Ένα φράγμα που χρησιμεύει για να περικλείσει μια περιοχή
- συνώνυμο:
- φράκτης ,
- περίφραξη
2. A dealer in stolen property
- synonym:
- fence
2. Έμπορος κλεμμένων ακινήτων
- συνώνυμο:
- φράκτης
verb
1. Enclose with a fence
- "We fenced in our yard"
- synonym:
- fence ,
- fence in
1. Περικλείεται με ένα φράχτη
- "Περιφραχτήκαμε στην αυλή μας"
- συνώνυμο:
- φράκτης
2. Receive stolen goods
- synonym:
- fence
2. Λάβετε κλεμμένα αγαθά
- συνώνυμο:
- φράκτης
3. Fight with fencing swords
- synonym:
- fence
3. Πολεμήστε με σπαθιά περίφραξης
- συνώνυμο:
- φράκτης
4. Surround with a wall in order to fortify
- synonym:
- wall ,
- palisade ,
- fence ,
- fence in ,
- surround
4. Περιβάλλεται με έναν τοίχο για να οχυρωθεί
- συνώνυμο:
- τοίχος ,
- παλινδρόμηση ,
- φράκτης ,
- περιβάλλω
5. Have an argument about something
- synonym:
- argue ,
- contend ,
- debate ,
- fence
5. Να έχετε ένα επιχείρημα για κάτι
- συνώνυμο:
- υποστηρίζω ,
- συζήτηση ,
- φράκτης
Examples of using
Tom attempted to climb over the fence.
Ο Τομ προσπάθησε να σκαρφαλώσει πάνω από το φράχτη.
The horse jumped over the fence.
Το άλογο πήδηξε πάνω από το φράχτη.
The fence is part wood and part stone.
Ο φράκτης είναι μέρος ξύλου και πέτρας.