Translation meaning & definition of the word "feminism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φεμινισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Feminism
[Φεμινισμός]/fɛmɪnɪzəm/
noun
1. A doctrine that advocates equal rights for women
- synonym:
- feminism
1. Ένα δόγμα που υποστηρίζει τα ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες
- συνώνυμο:
- φεμινισμός
2. The movement aimed at equal rights for women
- synonym:
- feminist movement ,
- feminism ,
- women's liberation movement ,
- women's lib
2. Το κίνημα αποσκοπούσε στην ισότητα των δικαιωμάτων των γυναικών
- συνώνυμο:
- φεμινιστικό κίνημα ,
- φεμινισμός ,
- απελευθερωτικό κίνημα των γυναικών ,
- γυναικείος ληστής