Translation meaning & definition of the word "felt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ένιωσε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Felt
[Ένιωσα]/fɛlt/
noun
1. A fabric made of compressed matted animal fibers
- synonym:
- felt
1. Ένα ύφασμα από συμπιεσμένες χαλιωμένες ίνες ζώων
- συνώνυμο:
- αισθάνθηκε
verb
1. Mat together and make felt-like
- "Felt the wool"
- synonym:
- felt
1. Χαλιναγωγήστε μαζί και κάντε αισθητό
- "Το ένιωσα το μαλλί"
- συνώνυμο:
- αισθάνθηκε
2. Cover with felt
- "Felt a cap"
- synonym:
- felt
2. Καλύψτε με τσόχα
- "Ένιωσα ένα καπάκι"
- συνώνυμο:
- αισθάνθηκε
3. Change texture so as to become matted and felt-like
- "The fabric felted up after several washes"
- synonym:
- felt ,
- felt up ,
- mat up ,
- matt-up ,
- matte up ,
- matte ,
- mat
3. Αλλάξτε την υφή έτσι ώστε να γίνει χαρτοποιημένο και αισθητό
- "Το ύφασμα επικαλύπτεται μετά από αρκετές πλύσεις"
- συνώνυμο:
- αισθάνθηκε ,
- αισθάνθηκα ,
- επιτίθεμαι ,
- ανταλλακτικό ,
- ματ
Examples of using
We felt at home.
Νιώσαμε σαν στο σπίτι.
I felt weak in the knees.
Ένιωσα αδύναμη στα γόνατα.
I felt the tension grow between us.
Ένιωσα την ένταση να μεγαλώνει μεταξύ μας.