Translation meaning & definition of the word "felon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φελόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Felon
[Φέλον]/fɛlən/
noun
1. Someone who has committed a crime or has been legally convicted of a crime
- synonym:
- criminal ,
- felon ,
- crook ,
- outlaw ,
- malefactor
1. Κάποιος που έχει διαπράξει έγκλημα ή έχει καταδικαστεί νόμιμα για αδίκημα
- συνώνυμο:
- εγκληματίας ,
- φέλον ,
- κρουά ,
- εκτός νόμου ,
- κακοποιός
2. A purulent infection at the end of a finger or toe in the area surrounding the nail
- synonym:
- felon ,
- whitlow
2. Μια πυώδης λοίμωξη στο τέλος ενός δακτύλου ή του ποδιού στην περιοχή που περιβάλλει το νύχι
- συνώνυμο:
- φέλον ,
- λευκόσ