Translation meaning & definition of the word "fellowship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοπιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fellowship
[Συντροφιά]/fɛloʊʃɪp/
noun
1. An association of people who share common beliefs or activities
- "The message was addressed not just to employees but to every member of the company family"
- "The church welcomed new members into its fellowship"
- synonym:
- family ,
- fellowship
1. Μια ένωση ανθρώπων που μοιράζονται κοινές πεποιθήσεις ή δραστηριότητες
- "Το μήνυμα απευθύνθηκε όχι μόνο στους εργαζόμενους αλλά σε κάθε μέλος της οικογένειας της εταιρείας"
- "Η εκκλησία καλωσόρισε νέα μέλη στην κοινωνία της"
- συνώνυμο:
- οικογένεια ,
- κοινωνία
2. The state of being with someone
- "He missed their company"
- "He enjoyed the society of his friends"
- synonym:
- company ,
- companionship ,
- fellowship ,
- society
2. Η κατάσταση του να είσαι με κάποιον
- "Έχασε την εταιρεία τους"
- "Απόλαυσε την κοινωνία των φίλων του"
- συνώνυμο:
- εταιρεία ,
- συντροφικότητα ,
- κοινωνία
3. Money granted (by a university or foundation or other agency) for advanced study or research
- synonym:
- fellowship
3. Χρήματα που χορηγούνται (από πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ή άλλο πρακτορείο) για προηγμένη μελέτη ή έρευνα
- συνώνυμο:
- κοινωνία