Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fellow" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνεργάτης" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fellow

[Συνεργάτης]
/fɛloʊ/

noun

1. A boy or man

  • "That chap is your host"
  • "There's a fellow at the door"
  • "He's a likable cuss"
  • "He's a good bloke"
    synonym:
  • chap
  • ,
  • fellow
  • ,
  • feller
  • ,
  • fella
  • ,
  • lad
  • ,
  • gent
  • ,
  • blighter
  • ,
  • cuss
  • ,
  • bloke

1. Ένα αγόρι ή ένας άνθρωπος

  • "Αυτό το παρεκκλήσι είναι ο οικοδεσπότης σας"
  • "Υπάρχει ένας άνθρωπος στην πόρτα"
  • "Είναι ένα συμπαθητικό μουνί"
  • "Είναι ένας καλός μπλοκ"
    συνώνυμο:
  • παρεκκλήσι
  • ,
  • συνάδελφοσ
  • ,
  • πέφτων
  • ,
  • φέλα
  • ,
  • παιδί
  • ,
  • ευγενήσ
  • ,
  • φωτεινότερη
  • ,
  • περίβλημα
  • ,
  • μπλουκ

2. A friend who is frequently in the company of another

  • "Drinking companions"
  • "Comrades in arms"
    synonym:
  • companion
  • ,
  • comrade
  • ,
  • fellow
  • ,
  • familiar
  • ,
  • associate

2. Ένας φίλος που είναι συχνά στην εταιρεία του άλλου

  • "Περίεργοι σύντροφοι"
  • "Συντρόφισσες στα όπλα"
    συνώνυμο:
  • σύντροφος
  • ,
  • σύντροφοσ
  • ,
  • συνάδελφοσ
  • ,
  • οικείος
  • ,
  • συνεργάτης

3. A person who is member of one's class or profession

  • "The surgeon consulted his colleagues"
  • "He sent e-mail to his fellow hackers"
    synonym:
  • colleague
  • ,
  • confrere
  • ,
  • fellow

3. Ένα άτομο που είναι μέλος της τάξης ή του επαγγέλματός του

  • "Ο χειρουργός συμβουλεύτηκε τους συναδέλφους του"
  • "Έβαλε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στους συναδέλφους του χάκερ"
    συνώνυμο:
  • συνάδελφος
  • ,
  • εμποδίζω
  • ,
  • συνάδελφοσ

4. One of a pair

  • "He lost the mate to his shoe"
  • "One eye was blue but its fellow was brown"
    synonym:
  • mate
  • ,
  • fellow

4. Ένα από τα ζευγάρια

  • "Έχασε τον σύντροφο στο παπούτσι του"
  • "Το ένα μάτι ήταν μπλε, αλλά ο συνάδελφός του ήταν καφέ"
    συνώνυμο:
  • σύντροφοσ
  • ,
  • συνάδελφοσ

5. A member of a learned society

  • "He was elected a fellow of the american physiological association"
    synonym:
  • fellow

5. Είναι μέλος μιας κοινωνίας που μαθαίνει

  • "Εξελέγη μέλος της αμερικανικής φυσιολογικής εταιρείας"
    συνώνυμο:
  • συνάδελφοσ

6. An informal form of address for a man

  • "Say, fellow, what are you doing?"
  • "Hey buster, what's up?"
    synonym:
  • fellow
  • ,
  • dude
  • ,
  • buster

6. Μια άτυπη μορφή διεύθυνσης για έναν άνδρα

  • "Πες μου, σύντροφε, τι κάνεις?"
  • "Γεια σου μπάστερ, τι είναι επάνω?"
    συνώνυμο:
  • συνάδελφοσ
  • ,
  • φίλε
  • ,
  • παραφυάδα

7. A man who is the lover of a girl or young woman

  • "If i'd known he was her boyfriend i wouldn't have asked"
    synonym:
  • boyfriend
  • ,
  • fellow
  • ,
  • beau
  • ,
  • swain
  • ,
  • young man

7. Ένας άνδρας που είναι ο εραστής ενός κοριτσιού ή μιας νεαρής γυναίκας

  • "Αν ήξερα ότι ήταν ο φίλος της δεν θα τον ρωτούσα"
    συνώνυμο:
  • φίλος
  • ,
  • συνάδελφοσ
  • ,
  • μπο
  • ,
  • σουηδός
  • ,
  • νεαρός

Examples of using

You can fellow me.
Μπορείς να με συναναστρέψεις.
Don't fellow me.
Μην με συγχωρείτε.
I remember one fellow in particular.
Θυμάμαι έναν συγκεκριμένο άνθρωπο.