Translation meaning & definition of the word "feller" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πωλητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Feller
[Παραφυάδα]/fɛlər/
noun
1. A person who fells trees
- synonym:
- lumberman ,
- lumberjack ,
- logger ,
- feller ,
- faller
1. Ένας άνθρωπος που έπεσε δέντρα
- συνώνυμο:
- ξυλοκόποσ ,
- καταγραφέασ ,
- πέφτων
2. A boy or man
- "That chap is your host"
- "There's a fellow at the door"
- "He's a likable cuss"
- "He's a good bloke"
- synonym:
- chap ,
- fellow ,
- feller ,
- fella ,
- lad ,
- gent ,
- blighter ,
- cuss ,
- bloke
2. Ένα αγόρι ή ένας άνθρωπος
- "Αυτό το παρεκκλήσι είναι ο οικοδεσπότης σας"
- "Υπάρχει ένας άνθρωπος στην πόρτα"
- "Είναι ένα συμπαθητικό μουνί"
- "Είναι ένας καλός μπλοκ"
- συνώνυμο:
- παρεκκλήσι ,
- συνάδελφοσ ,
- πέφτων ,
- φέλα ,
- παιδί ,
- ευγενήσ ,
- φωτεινότερη ,
- περίβλημα ,
- μπλουκ