Translation meaning & definition of the word "fellatio" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φελλάτιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fellatio
[Φελλάτιο]/fəleʃioʊ/
noun
1. Oral stimulation of the penis
- synonym:
- fellatio ,
- fellation
1. Προφορική διέγερση του πέους
- συνώνυμο:
- φελλάτιο ,
- πτώση
Examples of using
I not only gave him some advice, I also gave him a fellatio.
Όχι μόνο του έδωσα κάποιες συμβουλές, αλλά του έδωσα και ένα φελάτιο.