Translation meaning & definition of the word "fell" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέταξε" στην ελληνική γλώσσα
Fell
[Έπεσε]noun
1. The dressed skin of an animal (especially a large animal)
- synonym:
- hide ,
- fell
1. Το ντυμένο δέρμα ενός ζώου (ειδικά ένα μεγάλο ζώο)
- συνώνυμο:
- κρύβω ,
- έπεσε
2. Seam made by turning under or folding together and stitching the seamed materials to avoid rough edges
- synonym:
- fell ,
- felled seam
2. Ραφή που γίνεται με στροφή κάτω ή αναδίπλωση μαζί και ραφή των ραμμένων υλικών για να αποφευχθούν οι τραχιές άκρες
- συνώνυμο:
- έπεσε ,
- ραφή πέφτει
3. The act of felling something (as a tree)
- synonym:
- fell
3. Η πράξη της κοπής κάτι (ας ένα δέντρο)
- συνώνυμο:
- έπεσε
verb
1. Cause to fall by or as if by delivering a blow
- "Strike down a tree"
- "Lightning struck down the hikers"
- synonym:
- fell ,
- drop ,
- strike down ,
- cut down
1. Αιτία για να πέσει ή σαν να παραδίδει ένα χτύπημα
- "Κατεδαφίστε ένα δέντρο"
- "Το ανάγλυφο χτύπησε τους πεζοπόρους"
- συνώνυμο:
- έπεσε ,
- πτώση ,
- απεργώ ,
- κόβω
2. Pass away rapidly
- "Time flies like an arrow"
- "Time fleeing beneath him"
- synonym:
- fly ,
- fell ,
- vanish
2. Περάστε γρήγορα
- "Ο χρόνος πετάει σαν βέλος"
- "Ώρα φεύγει από κάτω του"
- συνώνυμο:
- πετώ ,
- έπεσε ,
- εξαφανίζω
3. Sew a seam by folding the edges
- synonym:
- fell
3. Ράψτε μια ραφή διπλώνοντας τις άκρες
- συνώνυμο:
- έπεσε
adjective
1. (of persons or their actions) able or disposed to inflict pain or suffering
- "A barbarous crime"
- "Brutal beatings"
- "Cruel tortures"
- "Stalin's roughshod treatment of the kulaks"
- "A savage slap"
- "Vicious kicks"
- synonym:
- barbarous ,
- brutal ,
- cruel ,
- fell ,
- roughshod ,
- savage ,
- vicious
1. ( των ατόμων ή των ενεργειών τους) ικανός ή διατεθειμένος να προκαλέσει πόνο ή πόνο
- "Βάρβαρο έγκλημα"
- "Βραβευμένοι ξυλοδαρμοί"
- "Βασανιστήρια των κρουάλων"
- "Η θεραπεία των κουλάκων" του στάλιν"
- "Ένα άγριο χαστούκι"
- "Βλακώδεις κλωτσιές"
- συνώνυμο:
- βάρβαρος ,
- βίαιος ,
- σκληρός ,
- έπεσε ,
- τραχύ ,
- άγριος ,
- φαύλοσ