Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "feeling" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αίσθηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Feeling

[Αίσθημα]
/filɪŋ/

noun

1. The experiencing of affective and emotional states

  • "She had a feeling of euphoria"
  • "He had terrible feelings of guilt"
  • "I disliked him and the feeling was mutual"
    synonym:
  • feeling

1. Η εμπειρία των συναισθηματικών και συναισθηματικών καταστάσεων

  • "Είχε μια αίσθηση ευφορίας"
  • "Είχε τρομερά αισθήματα ενοχής"
  • "Τον αντιπάθησα και το συναίσθημα ήταν αμοιβαίο"
    συνώνυμο:
  • αίσθηση

2. A vague idea in which some confidence is placed

  • "His impression of her was favorable"
  • "What are your feelings about the crisis?"
  • "It strengthened my belief in his sincerity"
  • "I had a feeling that she was lying"
    synonym:
  • impression
  • ,
  • feeling
  • ,
  • belief
  • ,
  • notion
  • ,
  • opinion

2. Μια ασαφής ιδέα στην οποία τοποθετείται κάποια εμπιστοσύνη

  • "Η εντύπωσή της ήταν ευνοϊκή"
  • "Ποια είναι τα συναισθήματά σας για την κρίση?"
  • "Ενίσχυσε την πίστη μου στην ειλικρίνειά του"
  • "Είχα την αίσθηση ότι έλεγε ψέματα"
    συνώνυμο:
  • εντύπωση
  • ,
  • αίσθηση
  • ,
  • πίστη
  • ,
  • έννοια
  • ,
  • γνώμη

3. The general atmosphere of a place or situation and the effect that it has on people

  • "The feel of the city excited him"
  • "A clergyman improved the tone of the meeting"
  • "It had the smell of treason"
    synonym:
  • spirit
  • ,
  • tone
  • ,
  • feel
  • ,
  • feeling
  • ,
  • flavor
  • ,
  • flavour
  • ,
  • look
  • ,
  • smell

3. Η γενική ατμόσφαιρα ενός τόπου ή κατάστασης και η επίδραση που έχει στους ανθρώπους

  • "Η αίσθηση της πόλης τον ενθουσίασε"
  • "Ένας κληρικός βελτίωσε τον τόνο της συνάντησης"
  • "Είχε τη μυρωδιά της προδοσίας"
    συνώνυμο:
  • πνεύμα
  • ,
  • τόνος
  • ,
  • αισθάνομαι
  • ,
  • αίσθηση
  • ,
  • γεύση
  • ,
  • κοίτα
  • ,
  • μυρωδιά

4. A physical sensation that you experience

  • "He had a queasy feeling"
  • "I had a strange feeling in my leg"
  • "He lost all feeling in his arm"
    synonym:
  • feeling

4. Μια φυσική αίσθηση που βιώνετε

  • "Είχε ένα αίσθημα βασίλισσας"
  • "Είχα ένα περίεργο συναίσθημα στο πόδι μου"
  • "Έχασε κάθε αίσθηση στο χέρι του"
    συνώνυμο:
  • αίσθηση

5. The sensation produced by pressure receptors in the skin

  • "She likes the touch of silk on her skin"
  • "The surface had a greasy feeling"
    synonym:
  • touch
  • ,
  • touch sensation
  • ,
  • tactual sensation
  • ,
  • tactile sensation
  • ,
  • feeling

5. Η αίσθηση που παράγεται από τους υποδοχείς πίεσης στο δέρμα

  • "Της αρέσει το άγγιγμα του μεταξιού στο δέρμα της"
  • "Η επιφάνεια είχε ένα λιπαρό συναίσθημα"
    συνώνυμο:
  • αφή
  • ,
  • αίσθηση αφής
  • ,
  • αίσθηση

6. An intuitive understanding of something

  • "He had a great feeling for music"
    synonym:
  • feeling
  • ,
  • intuitive feeling

6. Μια διαισθητική κατανόηση για κάτι

  • "Είχε πολύ καλή αίσθηση για τη μουσική"
    συνώνυμο:
  • αίσθηση
  • ,
  • διαισθητικό συναίσθημα

Examples of using

I've got a feeling Tom doesn't really know how to speak French.
Έχω την αίσθηση ότι ο Τομ δεν ξέρει πραγματικά πώς να μιλάει γαλλικά.
That feeling is called love.
Αυτό το συναίσθημα ονομάζεται αγάπη.
Are you feeling tired?
Νιώθεις κουρασμένος?