Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "feel" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αίσθηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Feel

[Αισθάνομαι]
/fil/

noun

1. An intuitive awareness

  • "He has a feel for animals" or "it's easy when you get the feel of it"
    synonym:
  • feel

1. Μια διαισθητική επίγνωση

  • "Έχει μια αίσθηση για τα ζώα" ή "είναι εύκολο όταν παίρνετε την αίσθηση του"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι

2. The general atmosphere of a place or situation and the effect that it has on people

  • "The feel of the city excited him"
  • "A clergyman improved the tone of the meeting"
  • "It had the smell of treason"
    synonym:
  • spirit
  • ,
  • tone
  • ,
  • feel
  • ,
  • feeling
  • ,
  • flavor
  • ,
  • flavour
  • ,
  • look
  • ,
  • smell

2. Η γενική ατμόσφαιρα ενός τόπου ή κατάστασης και η επίδραση που έχει στους ανθρώπους

  • "Η αίσθηση της πόλης τον ενθουσίασε"
  • "Ένας κληρικός βελτίωσε τον τόνο της συνάντησης"
  • "Είχε τη μυρωδιά της προδοσίας"
    συνώνυμο:
  • πνεύμα
  • ,
  • τόνος
  • ,
  • αισθάνομαι
  • ,
  • αίσθηση
  • ,
  • γεύση
  • ,
  • κοίτα
  • ,
  • μυρωδιά

3. A property perceived by touch

    synonym:
  • tactile property
  • ,
  • feel

3. Μια ιδιότητα που γίνεται αντιληπτή από το άγγιγμα

    συνώνυμο:
  • απτική ιδιοκτησία
  • ,
  • αισθάνομαι

4. Manual stimulation of the genital area for sexual pleasure

  • "The girls hated it when he tried to sneak a feel"
    synonym:
  • feel

4. Χειροκίνητη διέγερση της περιοχής των γεννητικών οργάνων για σεξουαλική ευχαρίστηση

  • "Τα κορίτσια το μισούσαν όταν προσπάθησε να γλιστρήσει μια αίσθηση"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι

verb

1. Undergo an emotional sensation or be in a particular state of mind

  • "She felt resentful"
  • "He felt regret"
    synonym:
  • feel
  • ,
  • experience

1. Υποβάλλονται σε μια συναισθηματική αίσθηση ή να είναι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση του μυαλού

  • "Ένιωσε δυσαρέσκεια"
  • "Μετάνιωσε"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι
  • ,
  • εμπειρία

2. Come to believe on the basis of emotion, intuitions, or indefinite grounds

  • "I feel that he doesn't like me"
  • "I find him to be obnoxious"
  • "I found the movie rather entertaining"
    synonym:
  • find
  • ,
  • feel

2. Ελάτε να πιστέψουμε με βάση το συναίσθημα, τη διαίσθηση, ή αόριστους λόγους

  • "Νιώθω ότι δεν του αρέσω"
  • "Τον βρίσκω να είναι απεχθής"
  • "Βρήκα την ταινία αρκετά διασκεδαστική"
    συνώνυμο:
  • βρίσκω
  • ,
  • αισθάνομαι

3. Perceive by a physical sensation, e.g., coming from the skin or muscles

  • "He felt the wind"
  • "She felt an object brushing her arm"
  • "He felt his flesh crawl"
  • "She felt the heat when she got out of the car"
    synonym:
  • feel
  • ,
  • sense

3. Αντιλαμβάνονται από μια φυσική αίσθηση, π.χ. που προέρχεται από το δέρμα ή τους μυς

  • "Ένιωσε τον άνεμο"
  • "Ένιωσε ένα αντικείμενο να βουρτσίζει το χέρι της"
  • "Ένιωσε τη σάρκα του να σέρνεται"
  • "Ένιωσε τη ζέστη όταν βγήκε από το αυτοκίνητο"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι
  • ,
  • αίσθηση

4. Be conscious of a physical, mental, or emotional state

  • "My cold is gone--i feel fine today"
  • "She felt tired after the long hike"
  • "She felt sad after her loss"
    synonym:
  • feel

4. Να έχετε επίγνωση μιας σωματικής, ψυχικής ή συναισθηματικής κατάστασης

  • "Το κρύο μου έχει φύγει - νιώθω καλά σήμερα"
  • "Ένιωσε κουρασμένη μετά τη μακρά πεζοπορία"
  • "Ένιωσε λυπημένη μετά την απώλειά της"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι

5. Have a feeling or perception about oneself in reaction to someone's behavior or attitude

  • "She felt small and insignificant"
  • "You make me feel naked"
  • "I made the students feel different about themselves"
    synonym:
  • feel

5. Έχετε ένα συναίσθημα ή μια αντίληψη για τον εαυτό σας σε αντίδραση στη συμπεριφορά ή τη στάση κάποιου

  • "Ένιωθε μικρή και ασήμαντη"
  • "Με κάνεις να νιώθω γυμνός"
  • "Έβαλα τους μαθητές να αισθάνονται διαφορετικά με τον εαυτό τους"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι

6. Undergo passive experience of:"we felt the effects of inflation"

  • "Her fingers felt their way through the string quartet"
  • "She felt his contempt of her"
    synonym:
  • feel

6. Υποβληθείτε σε παθητική εμπειρία του:"νιώσαμε τις επιπτώσεις του πληθωρισμού"

  • "Τα δάχτυλά της ένιωσαν το δρόμο τους μέσα από το κουαρτέτο εγχόρδων"
  • "Ένιωσε την περιφρόνησή του"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι

7. Be felt or perceived in a certain way

  • "The ground feels shaky"
  • "The sheets feel soft"
    synonym:
  • feel

7. Να γίνεται αισθητός ή αντιληπτός με έναν συγκεκριμένο τρόπο

  • "Το έδαφος αισθάνεται ασταθές"
  • "Τα φύλλα αισθάνονται μαλακά"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι

8. Grope or feel in search of something

  • "He felt for his wallet"
    synonym:
  • feel

8. Αναζητήστε ή αισθανθείτε σε αναζήτηση κάτι

  • "Ένιωσε για το πορτοφόλι του"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι

9. Examine by touch

  • "Feel this soft cloth!"
  • "The customer fingered the sweater"
    synonym:
  • feel
  • ,
  • finger

9. Εξετάστε με αφή

  • "Φτιάξε αυτό το μαλακό πανί!"
  • "Ο πελάτης έδαψε το πουλόβερ"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι
  • ,
  • δάχτυλο

10. Examine (a body part) by palpation

  • "The nurse palpated the patient's stomach"
  • "The runner felt her pulse"
    synonym:
  • palpate
  • ,
  • feel

10. Εξετάστε το μέρος του σώματος ( με ψηλάφηση

  • "Η νοσοκόμα ψηλάφισε το στομάχι του ασθενούς"
  • "Ο δρομέας ένιωσε τον παλμό της"
    συνώνυμο:
  • παλπικό
  • ,
  • αισθάνομαι

11. Find by testing or cautious exploration

  • "He felt his way around the dark room"
    synonym:
  • feel

11. Βρείτε με τη δοκιμή ή την προσεκτική εξερεύνηση

  • "Ένιωσε το δρόμο του γύρω από το σκοτεινό δωμάτιο"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι

12. Produce a certain impression

  • "It feels nice to be home again"
    synonym:
  • feel

12. Παράγει μια συγκεκριμένη εντύπωση

  • "Είναι ωραίο να είσαι σπίτι ξανά"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι

13. Pass one's hands over the sexual organs of

  • "He felt the girl in the movie theater"
    synonym:
  • feel

13. Περάστε τα χέρια σας πάνω από τα σεξουαλικά όργανα του

  • "Ένιωσε το κορίτσι στον κινηματογράφο"
    συνώνυμο:
  • αισθάνομαι

Examples of using

If you don't feel like it, go home! Otherwise you're just standing in the way.
Αν δεν αισθάνεστε έτσι, πηγαίνετε σπίτι! Διαφορετικά, απλά στέκεσαι εμπόδιο.
I don't feel well and would rather stay at home today.
Δεν αισθάνομαι καλά και θα προτιμούσα να μείνω στο σπίτι σήμερα.
I feel quite put out about it.
Νιώθω αρκετά τεθειμένος για αυτό.