Translation meaning & definition of the word "federal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ομοσπονδία" στην ελληνική γλώσσα
Federal
[Ομοσπονδιακή]noun
1. A member of the union army during the american civil war
- synonym:
- Federal ,
- Federal soldier ,
- Union soldier
1. Μέλος του στρατού της ένωσης κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου
- συνώνυμο:
- Ομοσπονδιακή ,
- Ομοσπονδιακός στρατιώτης ,
- Στρατιώτης της Ένωσης
2. Any federal law-enforcement officer
- synonym:
- Federal ,
- Fed ,
- federal official
2. Οποιοσδήποτε ομοσπονδιακός αξιωματικός επιβολής του νόμου
- συνώνυμο:
- Ομοσπονδιακή ,
- Φεντ ,
- ομοσπονδιακός αξιωματούχος
adjective
1. National
- Especially in reference to the government of the united states as distinct from that of its member units
- "The federal bureau of investigation"
- "Federal courts"
- "The federal highway program"
- "Federal property"
- synonym:
- federal
1. Εθνικός
- Ειδικά σε σχέση με την κυβέρνηση των ηνωμένων πολιτειών ως διακριτή από εκείνη των μονάδων μελών της
- "Το ομοσπονδιακό γραφείο ερευνών"
- "Ομοσπονδιακά δικαστήρια"
- "Το ομοσπονδιακό πρόγραμμα αυτοκινητοδρόμων"
- "Ομοσπονδιακή ιδιοκτησία"
- συνώνυμο:
- ομοσπονδιακός
2. Of or relating to the central government of a federation
- "A federal district is one set aside as the seat of the national government"
- synonym:
- federal
2. Από ή σχετίζονται με την κεντρική κυβέρνηση μιας ομοσπονδίας
- "Μια ομοσπονδιακή περιφέρεια είναι μια περιοχή που παραμερίζεται ως έδρα της εθνικής κυβέρνησης"
- συνώνυμο:
- ομοσπονδιακός
3. Being of or having to do with the northern united states and those loyal to the union during the american civil war
- "Union soldiers"
- "Federal forces"
- "A federal infantryman"
- synonym:
- Union ,
- Federal
3. Είναι ή έχει να κάνει με τις βόρειες ηνωμένες πολιτείες και εκείνους που είναι πιστοί στην ένωση κατά τη διάρκεια του αμερικανικού πολέμου
- "Στρατιώτες της ένωσης"
- "Ομοσπονδυλικές δυνάμεις"
- "Ένας ομοσπονδιακός πεζός"
- συνώνυμο:
- Ένωση ,
- Ομοσπονδιακή
4. Characterized by or constituting a form of government in which power is divided between one central and several regional authorities
- "A federal system like that of the united states"
- "Federal governments often evolved out of confederations"
- synonym:
- federal
4. Χαρακτηρίζεται από ή συνιστά μια μορφή διακυβέρνησης στην οποία η εξουσία διαιρείται μεταξύ μιας κεντρικής και πολλών περιφερειακών αρχών
- "Ένα ομοσπονδιακό σύστημα όπως αυτό των ηνωμένων πολιτειών"
- "Οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις συχνά εξελίσσονταν από τις συνομοσπονδίες"
- συνώνυμο:
- ομοσπονδιακός