Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fed" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τροφοδοτεί" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fed

[Φεντ]
/fɛd/

noun

1. Any federal law-enforcement officer

    synonym:
  • Federal
  • ,
  • Fed
  • ,
  • federal official

1. Οποιοσδήποτε ομοσπονδιακός αξιωματικός επιβολής του νόμου

    συνώνυμο:
  • Ομοσπονδιακή
  • ,
  • Φεντ
  • ,
  • ομοσπονδιακός αξιωματούχος

2. The central bank of the united states

  • Incorporates 12 federal reserve branch banks and all national banks and state-chartered commercial banks and some trust companies
  • "The fed seeks to control the united states economy by raising and lowering short-term interest rates and the money supply"
    synonym:
  • Federal Reserve System
  • ,
  • Federal Reserve
  • ,
  • Fed
  • ,
  • FRS

2. Η κεντρική τράπεζα των ηπα

  • Ενσωματώνει 12 ομοσπονδιακές τράπεζες και όλες τις εθνικές τράπεζες και κρατικές εμπορικές τράπεζες και ορισμένες εταιρείες εμπιστοσύνης
  • "Η ομοσπονδία επιδιώκει να ελέγξει την οικονομία των ηπα αυξάνοντας και μειώνοντας τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια και την προσφορά χρήματος"
    συνώνυμο:
  • Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα
  • ,
  • Ομοσπονδιακό αποθεματικό
  • ,
  • Φεντ
  • ,
  • ΠΣ

Examples of using

I'm awfully fed up with Tom, Mary, Boston and French.
Έχω βαρεθεί πολύ με τον Τομ, τη Μαίρη, τη Βοστώνη και τα Γαλλικά.
I'm fed up with waiting for you.
Έχω βαρεθεί να σε περιμένω.
The dog will need to be fed once a day.
Ο σκύλος θα πρέπει να τρέφεται μία φορά την ημέρα.