Translation meaning & definition of the word "feces" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιττώματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Feces
[Περιττώματα]/fisiz/
noun
1. Solid excretory product evacuated from the bowels
- synonym:
- fecal matter ,
- faecal matter ,
- feces ,
- faeces ,
- BM ,
- stool ,
- ordure ,
- dejection
1. Στερεό αποβολικό προϊόν που εκκενώθηκε από τα έντερα
- συνώνυμο:
- περιττωματική ύλη ,
- περιττώματα ,
- κόπρανα ,
- ΒΜ ,
- σκαμνί ,
- επιτάσσω ,
- απόρριψη