Translation meaning & definition of the word "feathering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγκέντρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Feathering
[Συγκέντρωση]/fɛðərɪŋ/
noun
1. Turning an oar parallel to the water between pulls
- synonym:
- feather ,
- feathering
1. Γυρίζοντας ένα κουπί παράλληλα με το νερό μεταξύ των τραβηγμάτων
- συνώνυμο:
- φτερό ,
- φτερωτό