Translation meaning & definition of the word "feathered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φέρει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Feathered
[Φτερωτόσ]/fɛðərd/
adjective
1. Adorned with feathers or plumes
- synonym:
- feathery ,
- feathered ,
- plumy
1. Στολισμένο με φτερά ή λοφία
- συνώνυμο:
- φτερωτόσ ,
- πτερωτόσ
2. Having or covered with feathers
- "Our feathered friends"
- synonym:
- feathered
2. Έχοντας ή καλύπτονται με φτερά
- "Οι φτερωτοί μας φίλοι"
- συνώνυμο:
- φτερωτόσ