Translation meaning & definition of the word "feat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσωπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Feat
[Κατορθώματα]/fit/
noun
1. A notable achievement
- "He performed a great feat"
- "The book was her finest effort"
- synonym:
- feat ,
- effort ,
- exploit
1. Ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα
- "Εκτέλεσε ένα μεγάλο κατόρθωμα"
- "Το βιβλίο ήταν η καλύτερη προσπάθειά της"
- συνώνυμο:
- κατόρθωμα ,
- προσπάθεια ,
- εκμεταλλεύομαι