Translation meaning & definition of the word "fearless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναίσθητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fearless
[Ατρόμητος]/fɪrləs/
adjective
1. Oblivious of dangers or perils or calmly resolute in facing them
- synonym:
- unafraid(p) ,
- fearless
1. Αγνοώντας τους κινδύνους ή τους κινδύνους ή ήρεμα αποφασισμένοι να τους αντιμετωπίσουν
- συνώνυμο:
- μη-κορδικ( ,
- ατρόμητος
2. Invulnerable to fear or intimidation
- "Audacious explorers"
- "Fearless reporters and photographers"
- "Intrepid pioneers"
- synonym:
- audacious ,
- brave ,
- dauntless ,
- fearless ,
- hardy ,
- intrepid ,
- unfearing
2. Άτρωτος στο φόβο ή τον εκφοβισμό
- "Ακουστικοί εξερευνητές"
- "Ανεπιφύλακτοι δημοσιογράφοι και φωτογράφοι"
- "Ατρόμητοι πρωτοπόροι"
- συνώνυμο:
- τολμηρός ,
- γενναίος ,
- αποθαρρυντικός ,
- ατρόμητος ,
- ανθεκτικός ,
- ακατάλληλοσ
Examples of using
Tom's fearless.
Ο Τομ είναι ατρόμητος.
Tom's fearless.
Ο Τομ είναι ατρόμητος.
Tom's fearless.
Ο Τομ είναι ατρόμητος.