Translation meaning & definition of the word "fear" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φόβος" στην ελληνική γλώσσα
Fear
[Φόβος]noun
1. An emotion experienced in anticipation of some specific pain or danger (usually accompanied by a desire to flee or fight)
- synonym:
- fear ,
- fearfulness ,
- fright
1. Ένα συναίσθημα που βίωσε εν αναμονή κάποιου συγκεκριμένου πόνου ή κινδύνου (συνήθως συνοδεύεται από την επιθυμία να φύγει ή)
- συνώνυμο:
- φόβος ,
- τρομάζω
2. An anxious feeling
- "Care had aged him"
- "They hushed it up out of fear of public reaction"
- synonym:
- concern ,
- care ,
- fear
2. Ένα ανήσυχο συναίσθημα
- "Η φροντίδα τον είχε γεράσει"
- "Το αποφλοίωσαν από το φόβο της δημόσιας αντίδρασης"
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- φροντίδα ,
- φόβος
3. A feeling of profound respect for someone or something
- "The fear of god"
- "The chinese reverence for the dead"
- "The french treat food with gentle reverence"
- "His respect for the law bordered on veneration"
- synonym:
- fear ,
- reverence ,
- awe ,
- veneration
3. Αίσθημα βαθύ σεβασμού για κάποιον ή κάτι τέτοιο
- "Ο φόβος του θεού"
- "Η κινεζική ευλάβεια για τους νεκρούς"
- "Οι γάλλοι αντιμετωπίζουν τα τρόφιμα με απαλό σεβασμό"
- "Ο σεβασμός του για το νόμο που συνορεύει με τη λατρεία"
- συνώνυμο:
- φόβος ,
- ευλάβεια ,
- δέος ,
- προσκύνημα
verb
1. Be afraid or feel anxious or apprehensive about a possible or probable situation or event
- "I fear she might get aggressive"
- synonym:
- fear
1. Να φοβάστε ή να αισθάνεστε ανήσυχοι ή ανήσυχοι για μια πιθανή ή πιθανή κατάσταση ή γεγονός
- "Φοβάμαι ότι θα γίνει επιθετική"
- συνώνυμο:
- φόβος
2. Be afraid or scared of
- Be frightened of
- "I fear the winters in moscow"
- "We should not fear the communists!"
- synonym:
- fear ,
- dread
2. Να φοβάσαι ή να φοβάσαι
- Φοβάμαι
- "Φοβάμαι τους χειμώνες στη μόσχα"
- "Δεν πρέπει να φοβόμαστε τους κομμουνιστές!"
- συνώνυμο:
- φόβος
3. Be sorry
- Used to introduce an unpleasant statement
- "I fear i won't make it to your wedding party"
- synonym:
- fear
3. Λυπάμαι
- Χρησιμοποιείται για να εισαγάγει μια δυσάρεστη δήλωση
- "Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω στο πάρτι του γάμου σας"
- συνώνυμο:
- φόβος
4. Be uneasy or apprehensive about
- "I fear the results of the final exams"
- synonym:
- fear
4. Να είστε ανήσυχοι ή ανήσυχοι
- "Φοβάμαι τα αποτελέσματα των τελικών εξετάσεων"
- συνώνυμο:
- φόβος
5. Regard with feelings of respect and reverence
- Consider hallowed or exalted or be in awe of
- "Fear god as your father"
- "We venerate genius"
- synonym:
- reverence ,
- fear ,
- revere ,
- venerate
5. Σεβασμός με αισθήματα σεβασμού και ευλάβειας
- Σκεφτείτε τον ενθουσιασμό ή τον εξυψωμένο ή να είστε σε δέος
- "Φοβάσαι τον θεό ως πατέρα σου"
- "Τιμούμε την ιδιοφυΐα"
- συνώνυμο:
- ευλάβεια ,
- φόβος ,
- επιτιμώ ,
- τιμά