Translation meaning & definition of the word "fe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fe
[Φε]/fe/
noun
1. A heavy ductile magnetic metallic element
- Is silver-white in pure form but readily rusts
- Used in construction and tools and armament
- Plays a role in the transport of oxygen by the blood
- synonym:
- iron ,
- Fe ,
- atomic number 26
1. Ένα βαρύ όλκιμο μαγνητικό μεταλλικό στοιχείο
- Είναι ασημί-λευκό σε καθαρή μορφή αλλά εύκολα σκουριάζει
- Χρησιμοποιείται στην κατασκευή και τα εργαλεία και τον οπλισμό
- Παίζει ρόλο στη μεταφορά οξυγόνου από το αίμα
- συνώνυμο:
- σίδηρος ,
- Φε ,
- ατομικός αριθμός 26