Translation meaning & definition of the word "faze" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φλέγει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Faze
[Φαντασιώσεισ]/fez/
verb
1. Disturb the composure of
- synonym:
- faze ,
- unnerve ,
- enervate ,
- unsettle
1. Διαταράσσει την ψυχραιμία του
- συνώνυμο:
- φέι ,
- ξεγελώ ,
- ενυδατώνω ,
- ανησυχία