Translation meaning & definition of the word "fay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληρώστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fay
[Φαίη]/fe/
noun
1. A small being, human in form, playful and having magical powers
- synonym:
- fairy ,
- faery ,
- faerie ,
- fay ,
- sprite
1. Ένα μικρό ον, ανθρώπινο σε μορφή, παιχνιδιάρικο και με μαγικές δυνάμεις
- συνώνυμο:
- νεράιδα ,
- φαΐ ,
- φερί ,
- φέι ,
- σπρίτησ