Translation meaning & definition of the word "fawn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεννητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fawn
[Χασμουρητό]/fɔn/
noun
1. A color or pigment varying around a light grey-brown color
- "She wore dun"
- synonym:
- dun ,
- greyish brown ,
- grayish brown ,
- fawn
1. Ένα χρώμα ή μια χρωστική ουσία που ποικίλλει γύρω από ένα ανοιχτό γκρι-καφέ χρώμα
- "Φορούσε αμμόλοφο"
- συνώνυμο:
- αμμόλοφος ,
- γκριζωπό καφέ ,
- φαύλοσ
2. A young deer
- synonym:
- fawn
2. Ένα νεαρό ελάφι
- συνώνυμο:
- φαύλοσ
verb
1. Show submission or fear
- synonym:
- fawn ,
- crawl ,
- creep ,
- cringe ,
- cower ,
- grovel
1. Εμφάνιση υποταγής ή φόβου
- συνώνυμο:
- φαύλοσ ,
- σέρνω ,
- παραφυάδα ,
- παραχωρών ,
- αυλάκι
2. Try to gain favor by cringing or flattering
- "He is always kowtowing to his boss"
- synonym:
- fawn ,
- toady ,
- truckle ,
- bootlick ,
- kowtow ,
- kotow ,
- suck up
2. Προσπαθήστε να αποκτήσετε την εύνοια με το πατινάζ ή κολακευτικό
- "Πάντα προσκυνάει το αφεντικό του"
- συνώνυμο:
- φαύλοσ ,
- τάντι ,
- φορτηγό ,
- εκκίνηση ,
- παραλία ,
- κότοβ ,
- πιπιλίζω
3. Have fawns
- "Deer fawn"
- synonym:
- fawn
3. Έχω φαγωτά
- "Ελάφια φαράγγι"
- συνώνυμο:
- φαύλοσ