Translation meaning & definition of the word "favorite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγαπημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Favorite
[Αγαπημένος]/fevərɪt/
noun
1. Something regarded with special favor or liking
- "That book is one of my favorites"
- synonym:
- favorite ,
- favourite
1. Κάτι που εξετάζεται με ιδιαίτερη εύνοια ή προτίμηση
- "Το βιβλίο είναι ένα από τα αγαπημένα μου"
- συνώνυμο:
- αγαπημένο ,
- αγαπημένοσ
2. A special loved one
- synonym:
- darling ,
- favorite ,
- favourite ,
- pet ,
- dearie ,
- deary ,
- ducky
2. Ένα ιδιαίτερο αγαπημένο πρόσωπο
- συνώνυμο:
- αγάπη μου ,
- αγαπημένο ,
- αγαπημένοσ ,
- κατοικίδιο ζώο ,
- αγαπητέ ,
- επιτήδειος ,
- ταλαιπωρημένος
3. A competitor thought likely to win
- synonym:
- front-runner ,
- favorite ,
- favourite
3. Ένας ανταγωνιστής σκέφτηκε πιθανόν να κερδίσει
- συνώνυμο:
- πρωτοπόρος ,
- αγαπημένο ,
- αγαπημένοσ
adjective
1. Appealing to the general public
- "A favorite tourist attraction"
- synonym:
- favorite ,
- favourite
1. Προσέλκυση στο ευρύ κοινό
- "Ένα αγαπημένο τουριστικό αξιοθέατο"
- συνώνυμο:
- αγαπημένο ,
- αγαπημένοσ
2. Preferred above all others and treated with partiality
- "The favored child"
- synonym:
- favored ,
- favorite(a) ,
- favourite(a) ,
- best-loved ,
- pet ,
- preferred ,
- preferent
2. Προτιμάται πάνω από όλα και αντιμετωπίζεται με μεροληψία
- "Το ευνοημένο παιδί"
- συνώνυμο:
- ευνοείται ,
- αγαπημένο( ,
- φαβορίγγα ,
- αγαπημένος ,
- κατοικίδιο ζώο ,
- προτιμάται ,
- προτίμηση
Examples of using
My favorite German band is Juli.
Το αγαπημένο μου γερμανικό συγκρότημα είναι η Τζούλι.
Peter O'Toole is my favorite actor.
Ο Πίτερ Ο' Τουλ είναι ο αγαπημένος μου ηθοποιός.
Mary lost her favorite pen.
Η Μαίρη έχασε το αγαπημένο της στυλό.