Translation meaning & definition of the word "favored" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευνοημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Favored
[Ευνοείται]/fevərd/
adjective
1. Preferred above all others and treated with partiality
- "The favored child"
- synonym:
- favored ,
- favorite(a) ,
- favourite(a) ,
- best-loved ,
- pet ,
- preferred ,
- preferent
1. Προτιμάται πάνω από όλα και αντιμετωπίζεται με μεροληψία
- "Το ευνοημένο παιδί"
- συνώνυμο:
- ευνοείται ,
- αγαπημένο( ,
- φαβορίγγα ,
- αγαπημένος ,
- κατοικίδιο ζώο ,
- προτιμάται ,
- προτίμηση
Examples of using
Tom has always favored representative government.
Ο Τομ πάντα ευνοούσε την αντιπροσωπευτική κυβέρνηση.
Warm weather favored our picnic.
Ο ζεστός καιρός ευνόησε το πικνίκ μας.
The weather favored our travel.
Ο καιρός ευνόησε το ταξίδι μας.